θαλυκρός

θαλυκρός
θαλυκρός
Grammatical information: adj.
Meaning: `warm, glowing' (Call. Fr. anon. 69, AP 5, 219), in H. = ἰταμόν, λαμπρόν, βλοσυρόν, ἀναιδές, πανοῦργον, with θαλυκρέονται ψεύδονται H.
Derivatives: θαλύ\<πτ\>εσθαι φλέγεσθαι; θαλύψαι θάλψαι, πυρῶσαι; θαλυσσόμενος φλεγόμενος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Beside the present θαλύσσομαι the aorist had θαλύψαι (Schulze GGA 1897, 874; Schwyzer 704). The connection with θάλπω is explained by Brugmann I.2 1, 596, Gramm.4 137 (s. also Schwyzer 296), assuming that -π- represents a , "dessen labialer Nachschlag in θαλύσσομαι usw. in die vorausgehende Silbe getreten sei mit daraus folgender Beibehaltung des -κ-"; both forms can be explained from *dʰal-ukʷ- followed by or s. In θαλυκρός we have k after u. S. on θάλπω. - Unclear ἀλυκρός, s. 1. ἀλέα `warmth'.
Page in Frisk: 1,650-651

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θαλυκρός — θαλυκρός, ά, όν (Α) θερμός, διάπυρος («θαλυκρὸν κέντρον ἐρωτομανίης» καυτό κεντρί ερωτικής μανίας). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το κ στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό qw (πρβλ. θάλπω). Οι τ. θαλύψαι, θαλύ < πτ > εσθαι αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • θαλυκρός — hot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλυκρόν — θαλυκρός hot masc acc sg θαλυκρός hot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυκρός — ἁλυκρὸς ά, όν (Α) θερμός, χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό τής λ. σε θ’ ἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • θαλυκρούμαι — θαλυκροῦμαι (Α) [θαλυκρός] ψεύδομαι …   Dictionary of Greek

  • θαλύπτω — (Α) θάλπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θαλυκρός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”